- ξεπλήρωμα
- το расплата (тж. перен. ); выплата
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έκτιση — η 1. εξόφληση, ξεπλήρωμα. 2. μτφ., η εκτέλεση ποινής από κατάδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)